ὀπωπαῖς

ὀπωπαῖς
ὀπωπή
a sight
fem dat pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • οπωπή — ὀπωπή, ἡ (Α) 1. θέα, βλέμμα («ὅπως ἤντησας ὀπωπῆς» όπως είδες, Ομ. Οδ.) 2. η εξωτερική όψη, η εμφάνιση 3. η αίσθηση τής όρασης 4. ο βολβός τού οφθαλμού 5. οφθαλμός, μάτι («μελαινομένῃσιν ὀπωπαῑς», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητ. σχηματισμός από τον… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”